- υπάγω
- θέτω κάποιον ή κάτι στην κυριότητα κάποιου, τον κατατάσσω, τον εντάσσω: Δεν υπάγομαι σ’ αυτήν την κατηγορία.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
υπάγω — ὑπάγω, ΝΜΑ [άγω] μεταβαίνω, πηγαίνω («ὕπαγε ὀπίσω μου, Σατανᾱ!», ΚΔ) νεοελλ. 1. κατατάσσω, ταξινομώ, βάζω κάτι σε ορισμένη κατηγορία («το α υπάγεται στα δίχρονα φωνήεντα») 2. θέτω κάποιον ή κάτι υπό την δικαιοδοσία άλλου («η υπηρεσία υπάγεται… … Dictionary of Greek
ὑπάγω — lead pres subj act 1st sg ὑπάγω lead pres ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑπαξόμεθα — ὑπάγω lead aor subj mid 1st pl (epic) ὑπᾱξόμεθα , ὑπάγω lead aor ind mid 1st pl (epic doric aeolic) ὑπάγω lead fut ind mid 1st pl ὑπάγω lead aor ind mid 1st pl (epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑπάξομεν — ὑπάγω lead aor subj act 1st pl (epic) ὑπά̱ξομεν , ὑπάγω lead aor ind act 1st pl (epic doric aeolic) ὑπάγω lead fut ind act 1st pl ὑπάγω lead aor ind act 1st pl (epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑπηγμένα — ὑπάγω lead perf part mp neut nom/voc/acc pl ὑπηγμένᾱ , ὑπάγω lead perf part mp fem nom/voc/acc dual ὑπηγμένᾱ , ὑπάγω lead perf part mp fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑπάγαγε — ὑπάγω lead aor imperat act 2nd sg ὑπά̱γαγε , ὑπάγω lead aor ind act 3rd sg (doric aeolic) ὑπάγω lead aor ind act 3rd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑπάγῃ — ὑπάγω lead pres subj mp 2nd sg ὑπάγω lead pres ind mp 2nd sg ὑπάγω lead pres subj act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑπήχθην — ὑπάγω lead plup ind mp 3rd dual ὑπάγω lead aor ind pass 3rd pl (attic epic doric ionic aeolic) ὑπάγω lead aor ind pass 1st sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑπαγαγόντα — ὑπάγω lead aor part act neut nom/voc/acc pl ὑπάγω lead aor part act masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑπαγαγόντων — ὑπάγω lead aor part act masc/neut gen pl ὑπάγω lead aor imperat act 3rd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)